εννεαφωνος

εννεαφωνος
    ἐννεάφωνος
    ἐννεά-φωνος
    2
    девятиголосый, т.е. девятиствольный
    

(σύριγξ Theocr.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εννεαφωνος" в других словарях:

  • εννεάφωνος — ἐννεάφωνος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα μουσικούς φθόγγους («ἐννεάφωνος σῡριγξ», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐννεάφωνον — ἐννεάφωνος masc/fem acc sg ἐννεάφωνος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»